dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
αθέμιτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
illegal
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
άνομος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
illegal
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
λαθραίος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
illegal
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
παράνομος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
illegal
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
παρανομώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
illegal handeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
παράνομη άμβλωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
illegale Abtreibung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
λαθρανασκαφή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
illegale Ausgrabung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
παράνομη μετανάστευση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
illegale Zuwanderung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
γιάφκα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
illegales Lager
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
παρανομία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Illegalität
Ⓦ
Ⓖ
…