dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
απελπισμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hoffnungslos
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
απελπιστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hoffnungslos
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανέλπιδος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hoffnungslos
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
απεγνωσμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hoffnungslos
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίθετο
ερωτοχτυπημένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hoffnungslos verliebt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ανέλπιδη περίπτωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
hoffnungslose Lage
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
απελπισία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Hoffnungslosigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
απόγνωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Hoffnungslosigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…