dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
προκαλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
herausfordern
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
ριψοκινδυνεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das Schicksal herausfordern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
προκλητικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
herausfordernd
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
απαιτητικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
herausfordernd
Ⓦ
Ⓖ
…