dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίρρημα
συχνά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
häufig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
συχνός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
häufig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
πολλές φορές
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
häufig
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
συχνάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
häufig besuchen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πυκνώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
häufiger werden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
συχνότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Häufigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
περιοδικότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Häufigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
βαθμός συχνότητας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Häufigkeitsgrad
Ⓦ
Ⓖ
…