dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
κρεμώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hängen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εξαρτώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hängen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κολλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hängen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κρεμιέμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hängen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
απαγχονισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Hängen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κρέμομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hängen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
φουρκίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hängen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
απαγχονίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hängen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ρήμα
εξαρτώμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abhängen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εξαρτιέμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abhängen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξεκρεμώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abhängen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σιτεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abhängen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κρέμομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abhängen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξεφορτώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abhängen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
προσαρτώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anhängen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αναρτώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anhängen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επισυνάπτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anhängen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
απλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufhängen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ανάρτηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Aufhängen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αναρτώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufhängen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αγκιστρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einhängen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αγκιστρώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hängen bleiben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
γαντζώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hängen bleiben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πιάνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hängen bleiben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σκαλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hängen bleiben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κολλάω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hängen bleiben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κολλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hängen bleiben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
κρεμαστός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hängend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Κρεμαστοί κήποι της Βαβυλώνας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Hängende Gärten der Semiramis
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ασίτευτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nicht genug abgehangen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προσκολλώμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich anhängen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κρεμιέμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich aufhängen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κρεμιέμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich erhängen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
απαγχονίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich erhängen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
επιβάλλω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verhängen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συναρτώμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zusammenhängen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συσχετίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zusammenhängen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σχετίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zusammenhängen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
συνδέομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zusammenhängen
Ⓦ
Ⓖ
…