dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
αντικρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gegenüberstehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίθετο
αντιμέτωπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gegenüberstehend
Ⓦ
Ⓖ
…