dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
λανθασμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fehlerhaft
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ατελής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fehlerhaft
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
εσφαλμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fehlerhaft
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
λάθος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fehlerhaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ελαττωματικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fehlerhaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
σκάρτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fehlerhaft
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
το
επιλήψιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Fehlerhaftigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…