dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
κάνω νηστεία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fasten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
νηστεία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Fasten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
νηστεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fasten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σαρακοστεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fasten
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίθετο
σαρακοστιανός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Fasten-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
νηστίσιμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Fasten-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
σαρακοστή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Fastenzeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
νηστεία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Fastenzeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
περίοδος νηστείας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Fastenzeit
Ⓦ
Ⓖ
…