dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
εμποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erregen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ερεθίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erregen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ξεσηκώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erregen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
προκαλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erregen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εξεγείρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erregen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ανάβω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erregen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αναστατώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erregen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εξάπτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erregen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κορώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erregen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διεγείρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erregen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
κάνω πάταγο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Aufsehen erregen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
φιλοτιμώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Ehrgefühl erregen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
διεγερτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erregend
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
θύελλα με βροχή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Gewitterregen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
οιστρηλατούμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich erregen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ανάβω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich erregen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εκνευρίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich erregen
Ⓦ
Ⓖ
…