dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Επίθετο
εφαρμόσιμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
durchführbar
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
εφικτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
durchführbar
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
πραγματοποιήσιμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
durchführbar
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
η
σκοπιμότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Durchführbarkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
μελέτη σκοπιμότητας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Durchführbarkeitsstudie
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ακατόρθωτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
undurchführbar
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανεφάρμοστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
undurchführbar
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
απραγματοποίητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
undurchführbar
Ⓦ
Ⓖ
…