dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ασύρματος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
drahtlos
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
ασύρματη τηλεπικοινωνία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
drahtlose Nachrichtenübermittlung
Ⓦ
Ⓖ
…