dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
διάφορος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
divers
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
διαφορετικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
divers
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
διαφορετικός από
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
divers
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
η
διαφοροποίηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Diversifizierung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
διαφοροποίηση των εξαγωγών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Diversifizierung der Ausfuhren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ενεργειακή διαφοροποίηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Diversifizierung der Energieversorgung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
διαφοροποίηση της παραγωγής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Diversifizierung der Produktion
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αντιπερισπασμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Diversion
Ⓦ
Ⓖ
…