dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ισχνός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dürftig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
φτωχικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dürftig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανεπαρκής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dürftig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
γλίσχρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dürftig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
λιτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dürftig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
πενιχρός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dürftig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
τιποτένιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dürftig
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίθετο
ενδεής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bedürftig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
άπορος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bedürftig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
αυτός που έχει ανάγκη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bedürftig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πενιχρότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Dürftigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ισχνός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
notdürftig
Ⓦ
Ⓖ
…