dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
πνίγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dämpfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εμποδίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dämpfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σιγάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dämpfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αναχαιτίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dämpfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αχνίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dampfen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
γίνομαι κονιορτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abdampfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εξατμίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eindampfen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εξατμίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verdampfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εξάτμιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Verdampfen
Ⓦ
Ⓖ
…