dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
δυαδικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
binär
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
δυαδική ένωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
binäre Verbindung
Ⓦ
Ⓖ
…