dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
άδεια μετ' αποδοχών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bezahlter Urlaub
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
άδεια άνευ αποδοχών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unbezahlter Urlaub
Ⓦ
Ⓖ
…