dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
δραστηριοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
betätigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
δραστηριοποιούμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
betätigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
δρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
betätigen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
δραστηριοποιούμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich betätigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
απασχολούμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich betätigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ασχολούμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich betätigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πολιτεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich politisch betätigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
γυμνάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich sportlich betätigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αθλούμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich sportlich betätigen
Ⓦ
Ⓖ
…