dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
φορολογώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
besteuern
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
υπερφορολογώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
übermäßig besteuern
Ⓦ
Ⓖ
…