dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
παραστέκομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beistehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συμπαραστέκομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beistehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συμπαρίσταμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beistehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συντρέχω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beistehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
παραστέκομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
jemand beistehen
Ⓦ
Ⓖ
…