dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
εξουσιάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beherrscht werden
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
στρατοκρατούμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vom Militär beherrscht werden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ανδροκρατούμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
von Männern beherrscht werden
Ⓦ
Ⓖ
…