dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
δικαιούμενος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
befugt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αρμόδιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
befugt
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
ο
εξουσιοδοτημένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Befugte
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εξουσιοδοτημένη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Befugte
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αναρμόδιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unbefugt
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ανεξουσιοδότητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unbefugt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
χωρίς άδεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unbefugt
Ⓦ
Ⓖ
…