dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
καταρτίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufstellen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
τοποθετώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufstellen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
υψώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufstellen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
θέτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufstellen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καθορίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufstellen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παρατάσσω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufstellen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σηκώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufstellen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
στήνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufstellen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συγκροτώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufstellen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
τοποθέτηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Aufstellen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αναστηλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufstellen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
παρατάσσω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufstellen lassen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
παρατάσσω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufstellen.
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
παραδειγματίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ein Beispiel aufstellen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
δογματίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ein Dogma aufstellen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
διατυπώνω μια θέση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eine These aufstellen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παρατάσσομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich aufstellen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σηκώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich aufstellen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παίρνω θέση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich aufstellen
Ⓦ
Ⓖ
…