dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
γεμίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufladen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βάζω μονάδες
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufladen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
φορτίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufladen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
φορτώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufladen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
το
κατάστημα παιχνιδιών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kaufladen
Ⓦ
Ⓖ
…