dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
αφομοιώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
assimilieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προσαρμόζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
assimilieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίθετο
αφομοιωτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
assimilierend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προσαρμόζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich assimilieren
Ⓦ
Ⓖ
…