dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ορίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ansetzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ετοιμάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ansetzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καθορίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ansetzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
οξειδώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Rost ansetzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συσσωρεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich ansetzen
Ⓦ
Ⓖ
…