dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
τοιχοκολλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anschlagen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
υπολογίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anschlagen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αφισοκολλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anschlagen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χτυπώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anschlagen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αναρτώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anschlagen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
το
τοιχοκόλλημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Anbringen von Anschlägen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
τοιχοκόλληση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Anbringen von Anschlägen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εκτιμώ υπολογίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
veranschlagen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
υπολογίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
veranschlagen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εκτιμώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
veranschlagen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προϋπολογίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
veranschlagen
Ⓦ
Ⓖ
…