dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
αφιππεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
absteigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξεπεζεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
absteigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πεζεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
absteigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
υποβιβάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
absteigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κατεβαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
absteigen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
φθίνουσα σειρά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
absteigende Reihenfolge
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξεκαβαλικεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vom Pferd absteigen
Ⓦ
Ⓖ
…