dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
βγάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
absondern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εκκρίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
absondern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ικανοποιώ προνομιακά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
absondern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαχωρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
absondern
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ρήμα
αποκόβομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich absondern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
απομονώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich absondern
Ⓦ
Ⓖ
…