dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
άδεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zulassung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
εισδοχή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zulassung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
έγκριση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Musterzulassung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
δήλωση νέου οχήματος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Neuzulassung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ταξινόμηση οχήματος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Zulassung des Fahrzeugs
Ⓦ
Ⓖ
…
!
συμμετοχή στις εξετάσεις
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Zulassung zur Prüfung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αίτηση παροχής άδειας σπουδών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Zulassungsantrag
Ⓦ
Ⓖ
…
!
απαίτηση εισαγωγής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Zulassungsbedingung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
συμβούλιο διαπίστευσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zulassungsbehörde
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
περιορισμός αριθμού εισακτέων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zulassungsbeschränkung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
γραφείο εγγραφής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zulassungsstelle
Ⓦ
Ⓖ
…