dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
ιδιότητα μέλους
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zugehörigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
δεσμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zugehörigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
συμμετοχή σε κόμμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Parteizugehörigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
θρησκευτική πεποίθηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Religionszugehörigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εθνική καταγωγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Volkszugehörigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…