dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
επιστήμονας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Wissenschaftlerin
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
δασολόγος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Forstwissenschaftlerin
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ειδικός της λογοτεχνίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Literaturwissenschaftlerin
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
επιστήμονας φυσικών επιστημών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Naturwissenschaftlerin
Ⓦ
Ⓖ
…