dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
ναυπηγείο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Werft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
σκαρί
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Werft
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
ο
ναύσταθμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Marinewerft
Ⓦ
Ⓖ
…
ναυπηγείο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Schiffswerft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
σκαρί
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schiffswerft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
εργάτης ναυπηγείου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Werftarbeiter
Ⓦ
Ⓖ
…