dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
μεταπούλημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Weiterverkauf
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
μεταπουλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
weiterverkaufen
Ⓦ
Ⓖ
…