dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
οινέμπορος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Weinhändler
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
οινοπώλης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Weinhändler
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
οινοπώλισσα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Weinhändlerin
Ⓦ
Ⓖ
…