dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
κύλινδρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Walze
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
οδοστρωτήρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Walze
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
ατμοκίνητος οδοστρωτήρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Dampfwalze
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
οδοστρωτήρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Dampfwalze
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πύρινη λαίλαπα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Feuerwalze
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
οδοστρωτήρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Straßenwalze
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κυλινδρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
walzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κυλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wälzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
βαλς
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Walzer
Ⓦ
Ⓖ
…