dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
θα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
würde
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
αξιοπρέπεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Würde
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
ανθρώπινη αξιοπρέπεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Menschenwürde
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αναξιοπρέπεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Würdelosigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
αξιωματούχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Würdenträger
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αξιοπρεπής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
würdevoll
Ⓦ
Ⓖ
…