dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
εκτέλεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Vollzug
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
ελευθερία υπό όρους
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
offener Strafvollzug
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
σωφρονιστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Vollzugs-
Ⓦ
Ⓖ
…
σωφρονιστικό κατάστημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Vollzugsanstalt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
σωφρονιστικός υπάλληλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Vollzugsbeamte
Ⓦ
Ⓖ
…