dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
τουλίπα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Tulpe
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
ο
βολβός τουλίπας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Tulpenzwiebel
Ⓦ
Ⓖ
…