dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
ο
μέθυσος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Trinker
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
μεθύστακας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Trinker
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
μπεκρού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Trinker
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
οινοπότης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Trinker
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
πότης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Trinker
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ρουφήχτρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Trinker
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
κρασοπατέρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Trinker
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
ο
περιστασιακός πότης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Gelegenheitstrinker
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
μέθυσος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Trinkerin
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ρουφήχτρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Trinkerin
Ⓦ
Ⓖ
…