dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
προπονητής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Trainer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
εκπαιδευτής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Trainer
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
ο
προπονητής εθνικής ομάδας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Bundestrainer
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
όργανο εκγύμνασης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Fitnesstrainer
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
προπονητής ποδοσφαίρου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Fußballtrainer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μηχάνημα γυμναστικής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Heimtrainer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
προσωπικός γυμναστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Heimtrainer
Ⓦ
Ⓖ
…