dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
τουρκικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
türkisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
τούρκικος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
türkisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
τα
Τουρκικά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Türkisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
τα
Τούρκικα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Türkisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
το
χαμάμ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
türkische Bad
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
σαμιαμίδι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Türkischer Halbfingergecko
Ⓦ
Ⓖ
…