dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
υποκατάσταση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Substitution
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
υποκατάστατο καύσιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Substitutionsbrennstoff
Ⓦ
Ⓖ
…
!
υποκατάστατο προϊόν
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Substitutionserzeugnis
Ⓦ
Ⓖ
…