dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
υποκατάστατο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Substitut
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αναπληρωτής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Substitut
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αντικαταστάτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Substitut
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
συνθετική πρωτεΐνη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Eiweiß-Substitut
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
υποκατάσταση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Substitution
Ⓦ
Ⓖ
…
υποκατάστατο καύσιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Substitutionsbrennstoff
Ⓦ
Ⓖ
…
!
υποκατάστατο προϊόν
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Substitutionserzeugnis
Ⓦ
Ⓖ
…