dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
αντηρίδα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Strebe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
διαγώνιο στήριγμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Strebe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
στήριγμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Strebe
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
η
επιδίωξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Streben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
φιλοδοξώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
streben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επιδιώκω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
streben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αγρεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
streben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κατευθύνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
streben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επιζητώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
streben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
αντιτείχισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Strebepfeiler
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
σπασίκλα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Streber
Ⓦ
Ⓖ
…