dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
θεσμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Statut
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
θέσμιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Statut
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
καταστατικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Statut
Ⓦ
Ⓖ
…
!
νομικό καθεστώς
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Statut
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
καθεστώς των βουλευτών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Abgeordnetenstatut
Ⓦ
Ⓖ
…
!
υπηρεσιακή κατάσταση δημοσίου υπαλλήλου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Beamtenstatut
Ⓦ
Ⓖ
…
!
υπηρεσιακή κατάσταση προσωπικού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Personalstatut
Ⓦ
Ⓖ
…
!
προσωπικό θέσμιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Personalstatut
Ⓦ
Ⓖ
…