dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
ο
σταθεροποιητής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Stabilisator
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
σταθεροποιητικός μηχανισμός του προϋπολογισμού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Haushaltsstabilisator
Ⓦ
Ⓖ
…