dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
λαρδί
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Speck
Ⓦ
Ⓖ
…
!
μπέικον
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Speck
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
λίγδα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Speck
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
το
μπέικον
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schinkenspeck
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
λαρδί
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schweinespeck
Ⓦ
Ⓖ
…
!
λιπαρός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
speckig
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
λαρδί
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Speckschwarte
Ⓦ
Ⓖ
…