dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
δρυοκολάπτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Specht
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
ο
πράσινος δρυοκολάπτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Grünspecht
Ⓦ
Ⓖ
…