dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
σουσάμι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Sesam
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίθετο
σουσαμένιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Sesam-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
σησαμέλαιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Sesamöl
Ⓦ
Ⓖ
…