dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αυτοκτονία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Selbstmord
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αυτοχειρία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Selbstmord
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ρήμα
αυτοκτονώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Selbstmord begehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
επίθεση αυτοκτονίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Selbstmordanschlag
Ⓦ
Ⓖ
…
!
απόπειρα αυτοκτονίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Selbstmordattentat
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
βομβιστής αυτοκτονίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Selbstmordattentäter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
βομβίστρια αυτοκτονίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Selbstmordattentäterin
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αυτόχειρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Selbstmörder
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
απόπειρα αυτοκτονίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Selbstmordversuch
Ⓦ
Ⓖ
…